ὀλιγάνθρωπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγανθρωποτάτων — ὀλιγάνθρωπος fem gen superl pl ὀλιγάνθρωπος masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγανθρωπότατα — ὀλιγάνθρωπος adverbial superl ὀλιγάνθρωπος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγανθρωπότατον — ὀλιγάνθρωπος masc acc superl sg ὀλιγάνθρωπος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγάνθρωπον — ὀλιγάνθρωπος masc/fem acc sg ὀλιγάνθρωπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγανθρώποις — ὀλιγάνθρωπος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγάνθρωπα — ὀλιγάνθρωπος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγάνθρωποι — ὀλιγάνθρωπος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγανθρωπώ — ὀλιγανθρωπῶ, έω (ΑΜ) [ολιγάνθρωπος] (ενεργ. και μέσ.) είμαι ολιγάνθρωπος, τελούμαι από λίγους ανθρώπους («ἐὰν ἱερὰ ὀλιγανθρωπῆ» εάν οι θυσίες τελούνται από λιγότερους ιερείς από όσους πρέπει, πάπ.) … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek